- λαβάργυρος
- λαβάργυροςtaking moneymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαβάργυρος — λαβάργυρος, ον (Α) αυτός που παίρνει χρήματα για κάτι, που κάνει κάτι με πληρωμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαβ (πρβλ. ἔ λαβ ον αόρ. τού λαμβάνω) + ἄργυρος (πρβλ. φιλ άργυρος, ψευδ άργυρος)] … Dictionary of Greek
λαβάργυρον — λαβάργυρος taking money masc/fem acc sg λαβάργυρος taking money neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek